Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

η ακουαρέλα

См. также в других словарях:

  • ακουαρέλα ή υδατογραφία — Ζωγραφική κυρίως επάνω σε χαρτί ή σε μεταξωτό, με χρώματα διαλυμένα σε νερό, μαζί με λίγη κόλλα που τους εξασφαλίζει συνεκτικότητα. Αντίθετα από την γκουάς, όπου τα χρώματα είναι αδιαφανή, στην α. τα χρώματα είναι διαφανή και αφήνουν να… …   Dictionary of Greek

  • ακουαρέλα — η 1. είδος ζωγραφικής, κατά την οποία ζωγραφίζει κανείς με χρώματα διαλυμένα στο νερό 2. πίνακας αυτού τού είδους ζωγραφικής, υδατογραφία 3. το χρώμα που χρησιμοποιείται στην υδατογραφία (κν. νερομπογιά). [ΕΤΥΜΟΛ. Ξεν. < γαλλ. aquarelle <… …   Dictionary of Greek

  • ακουαρέλα — η (λ. ιταλ.), υδατογραφία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γκουάς — (gouache).Όρος της ζωγραφικής. Αποτελεί τεχνική χρησιμοποίησης αδιαφανών υδροχρωμάτων και κόλλας πάνω σε χαρτί ή σε χαρτόνι. Δίνει αποτελέσματα αρκετά συγγενικά με την ελαιογραφία, και χρησιμοποιείται συχνά για προσχέδια μεγάλων ελαιογραφιών… …   Dictionary of Greek

  • υδατογραφία — Βλ. λ. ακουαρέλα * * * η, Ν 1. ζωγραφική που γίνεται με χρώματα διαλυμένα στο νερό, ακουαρέλα 2. συνεκδ. πίνακας ζωγραφισμένος με υδρόχρωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδατογράφος. Η λ. αποτελεί απόδοση του γαλλ. aquarelle και μαρτυρείται από το 1897 στο… …   Dictionary of Greek

  • υδατογραφία — η 1. τρόπος ζωγραφικής με χρώματα διαλυμένα σε νερό (νερομπογιές), η ακουαρέλα. 2. η εικόνα, ο πίνακας που ζωγραφίστηκε με νερομπογιές, η ακουαρέλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δυναμίτιδα — Εκρηκτική ύλη με βάση τη νιτρογλυκερίνη, η οποία αναμειγνύεται με στερεές ουσίες, έτσι ώστε το μείγμα που παρασκευάζεται να είναι πολύ λιγότερο επικίνδυνο από την καθαρή νιτρογλυκερίνη. Η νιτρογλυκερίνη, που ανακαλύφθηκε το 1846 από τον Ασκάνιο… …   Dictionary of Greek

  • νερομπογιά — η 1. διάλυμα χρωστικής ουσίας σε νερό, υδρόχρωμα 2. έργο ζωγραφικής φιλοτεχνημένο με υδροχρώματα, ακουαρέλα …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • γαρκινία — (garcinia). Τροπικό δέντρο της οικογένειας των σταγονοφόρων ή γκουτιφόρων (δικοτυλήδονα). Ο καρπός του, με διάμετρο μέχρι 7 εκ., έχει σάρκα χυμώδη, κίτρινο ροδόχρωμη, πολύ ευαίσθητη στις μεταφορές. Ο φλοιός χρησιμοποιείται ως φάρμακο κατά της… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»